- μελανοδοντία
- ηπάθηση που προσβάλλει την αδαμαντίνη και στη συνέχεια την οδοντίνη ουσία τών νεογιλών οδόντων, οι οποίοι παίρνουν μαύρο ή καστανό χρώμα και σταδιακά εμφανίζουν καταστροφή τής μύλης τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek